- θεσμοθετώ
- (е) μετ. устанавливать, издавать законы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεσμοθετώ — θεσμοθετώ, θεσμοθέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θεσμοθετώ — (ΑΜ θεσμοθετῶ, έω) [θεσμοθέτης] θεσπίζω νόμους νεοελλ. καθιερώνω αρχ. είμαι θεσμοθέτης … Dictionary of Greek
θεσμοθετώ — θεσμοθέτησα, θέτω νόμους, κωδικοποιώ νόμους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθεσμοθέτητος — η, ο [θεσμοθετώ] αυτός που δεν θεσμοθετήθηκε, δεν καθιερώθηκε με νόμο, ανομοθέτητος … Dictionary of Greek
θεσμοδοτώ — (ΑΜ θεσμοδοτῶ, έω) [θεσμοδότης] δίνω θεσμούς, νόμους, νομοθετώ, θεσμοθετώ, θεσπίζω νόμους … Dictionary of Greek
θεσμοθέσιον — θεσμοθέσιον, τὸ (Α) [θεσμοθετώ] βλ. θεσμοθετείον … Dictionary of Greek
θεσμοθέτηση — η (ΑΜ θεσμοθέτησις) [θεσμοθετώ] σύνταξη, θέσπιση νόμων … Dictionary of Greek
θεσμοποιώ — θεσμοποιῶ, έω (Α) θεσμοθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. λογο ποιώ, νομο ποιώ] … Dictionary of Greek
θεσπίζω — (ΑΜ θεσπίζω) [θέσπις] θεσμοθετώ, επιβάλλω κανόνες δικαίου ή συμπεριφοράς (νεοελλ. μσν) 1. διατάσσω, επιβάλλω 2. αποφασίζω, ορίζω 3. διορίζω 4. δηλώνω (μσν αρχ.) 1. προλέγω προφητεύω 2. εκδίδω διάταγμα, πρόσταγμα 3. καθιερώνω 4. νουθετώ,… … Dictionary of Greek
νομοθετώ — (ΑΜ νομοθετῶ, έω) [νομοθέτης] συντάσσω και επιβάλλω νόμους, θεσπίζω κανόνες δικαίου, θεσμοθετώ μσν. (για νόμο) ορίζω τις διατάξεις σχετικά με κάτι μσν. αρχ. ορίζω, καθορίζω κάτι με νόμο («εἰ μὴ χάριν εἰρήνης τὰ πολέμου νομοθετοῑ», Πλάτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
παρεισάγω — ΝΜΑ εισάγω με επιτηδειότητα, με δόλιο και απατηλό τρόπο (α. «Σωκράτης ξένα παρεισάγων δαιμόνια», Πλούτ. β. «...ψευδοδιδάσκαλοι οἵτινες παρεισάξουσι αἱρέσεις ἀπωλείας», ΚΔ γ. «ἑτέρους προφήτας παρεισάγονται», Ιω. Δαμ.) αρχ. 1. προσάγω από τα… … Dictionary of Greek